Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδρηστεύω
διαδρομή
διάδρομος
διαδυναστεύω
διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαείδω2
διαείρω
διαέριος
διαζάω
διάζευγμα
διαζεύγνυμι
διαζευκτικός
διάζευξις
διαζέω
διαζηλεύομαι
View word page
διαείδω
discern, distinguish (δια-είδω)

ShortDef

discern, distinguish (δια-είδω)
contend in singing (δι-αείδω)

Debugging

Headword:
διαείδω
Headword (normalized):
διαείδω
Headword (normalized/stripped):
διαειδω
IDX:
20997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20998
Key:

Data

{'content': 'discern, distinguish (δια-είδω)'}