Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδρηπετεύω
διαδρηστεύω
διαδρομή
διάδρομος
διαδυναστεύω
διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαείδω2
διαείρω
διαέριος
διαζάω
διάζευγμα
διαζεύγνυμι
διαζευκτικός
διάζευξις
διαζέω
View word page
διαείδομαι
discern

ShortDef

discern

Debugging

Headword:
διαείδομαι
Headword (normalized):
διαείδομαι
Headword (normalized/stripped):
διαειδομαι
IDX:
20996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20997
Key:

Data

{'content': 'discern'}