Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαδράσσομαι
διαδρηπετεύω
διαδρηστεύω
διαδρομή
διάδρομος
διαδυναστεύω
διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαείδω2
διαείρω
διαέριος
διαζάω
διάζευγμα
διαζεύγνυμι
διαζευκτικός
διάζευξις
View word page
διαειδής
transparent
ShortDef
transparent
Debugging
Headword:
διαειδής
Headword (normalized):
διαειδής
Headword (normalized/stripped):
διαειδης
IDX:
20995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20996
Key:
Data
{'content': 'transparent'}