Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάδρασις
διαδράσσομαι
διαδρηπετεύω
διαδρηστεύω
διαδρομή
διάδρομος
διαδυναστεύω
διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαείδω2
διαείρω
διαέριος
διαζάω
διάζευγμα
διαζεύγνυμι
διαζευκτικός
View word page
διαδωρέομαι
to distribute in presents
ShortDef
to distribute in presents
Debugging
Headword:
διαδωρέομαι
Headword (normalized):
διαδωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαδωρεομαι
IDX:
20994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20995
Key:
Data
{'content': 'to distribute in presents'}