Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδρασιπολίτης
διάδρασις
διαδράσσομαι
διαδρηπετεύω
διαδρηστεύω
διαδρομή
διάδρομος
διαδυναστεύω
διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαείδω2
διαείρω
διαέριος
διαζάω
διάζευγμα
διαζεύγνυμι
View word page
διαδυτικός
penetrating

ShortDef

penetrating

Debugging

Headword:
διαδυτικός
Headword (normalized):
διαδυτικός
Headword (normalized/stripped):
διαδυτικος
IDX:
20993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20994
Key:

Data

{'content': 'penetrating'}