Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδραματίζω
διαδρασιπολίτης
διάδρασις
διαδράσσομαι
διαδρηπετεύω
διαδρηστεύω
διαδρομή
διάδρομος
διαδυναστεύω
διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαείδω2
διαείρω
διαέριος
διαζάω
διάζευγμα
View word page
διάδυσις
a passage through

ShortDef

a passage through

Debugging

Headword:
διάδυσις
Headword (normalized):
διάδυσις
Headword (normalized/stripped):
διαδυσις
IDX:
20992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20993
Key:

Data

{'content': 'a passage through'}