Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάδοχος
διαδραματίζω
διαδρασιπολίτης
διάδρασις
διαδράσσομαι
διαδρηπετεύω
διαδρηστεύω
διαδρομή
διάδρομος
διαδυναστεύω
διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαείδω2
διαείρω
διαέριος
διαζάω
View word page
διαδύνω
to slip through
ShortDef
to slip through
Debugging
Headword:
διαδύνω
Headword (normalized):
διαδύνω
Headword (normalized/stripped):
διαδυνω
IDX:
20991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20992
Key:
Data
{'content': 'to slip through'}