Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαδοχικός
διάδοχος
διαδραματίζω
διαδρασιπολίτης
διάδρασις
διαδράσσομαι
διαδρηπετεύω
διαδρηστεύω
διαδρομή
διάδρομος
διαδυναστεύω
διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαείδω2
διαείρω
διαέριος
View word page
διαδυναστεύω
prevail
ShortDef
prevail
Debugging
Headword:
διαδυναστεύω
Headword (normalized):
διαδυναστεύω
Headword (normalized/stripped):
διαδυναστευω
IDX:
20990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20991
Key:
Data
{'content': 'prevail'}