Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδοχή
διαδοχικός
διάδοχος
διαδραματίζω
διαδρασιπολίτης
διάδρασις
διαδράσσομαι
διαδρηπετεύω
διαδρηστεύω
διαδρομή
διάδρομος
διαδυναστεύω
διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαείδω2
διαείρω
View word page
διάδρομος
running through

ShortDef

running through

Debugging

Headword:
διάδρομος
Headword (normalized):
διάδρομος
Headword (normalized/stripped):
διαδρομος
IDX:
20989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20990
Key:

Data

{'content': 'running through'}