Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδότης
διαδοχή
διαδοχικός
διάδοχος
διαδραματίζω
διαδρασιπολίτης
διάδρασις
διαδράσσομαι
διαδρηπετεύω
διαδρηστεύω
διαδρομή
διάδρομος
διαδυναστεύω
διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
διαείδω2
View word page
διαδρομή
a running about through

ShortDef

a running about through

Debugging

Headword:
διαδρομή
Headword (normalized):
διαδρομή
Headword (normalized/stripped):
διαδρομη
IDX:
20988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20989
Key:

Data

{'content': 'a running about through'}