Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδοτέος
διαδότης
διαδοχή
διαδοχικός
διάδοχος
διαδραματίζω
διαδρασιπολίτης
διάδρασις
διαδράσσομαι
διαδρηπετεύω
διαδρηστεύω
διαδρομή
διάδρομος
διαδυναστεύω
διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
διαείδω
View word page
διαδρηστεύω
run off, go over to

ShortDef

run off, go over to

Debugging

Headword:
διαδρηστεύω
Headword (normalized):
διαδρηστεύω
Headword (normalized/stripped):
διαδρηστευω
IDX:
20987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20988
Key:

Data

{'content': 'run off, go over to'}