Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάδοσις
διαδοτέος
διαδότης
διαδοχή
διαδοχικός
διάδοχος
διαδραματίζω
διαδρασιπολίτης
διάδρασις
διαδράσσομαι
διαδρηπετεύω
διαδρηστεύω
διαδρομή
διάδρομος
διαδυναστεύω
διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδομαι
View word page
διαδρηπετεύω
to run off, go over to

ShortDef

to run off, go over to

Debugging

Headword:
διαδρηπετεύω
Headword (normalized):
διαδρηπετεύω
Headword (normalized/stripped):
διαδρηπετευω
IDX:
20986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20987
Key:

Data

{'content': 'to run off, go over to'}