Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
διαδοτέος
διαδότης
διαδοχή
διαδοχικός
διάδοχος
διαδραματίζω
διαδρασιπολίτης
διάδρασις
διαδράσσομαι
διαδρηπετεύω
διαδρηστεύω
διαδρομή
διάδρομος
διαδυναστεύω
View word page
διαδοχικός
belonging to a philosophic school

ShortDef

belonging to a philosophic school

Debugging

Headword:
διαδοχικός
Headword (normalized):
διαδοχικός
Headword (normalized/stripped):
διαδοχικος
IDX:
20980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20981
Key:

Data

{'content': 'belonging to a philosophic school'}