Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
διαδοτέος
διαδότης
διαδοχή
διαδοχικός
διάδοχος
διαδραματίζω
διαδρασιπολίτης
διάδρασις
διαδράσσομαι
διαδρηπετεύω
διαδρηστεύω
διαδρομή
διάδρομος
View word page
διαδοχή
a taking over from, succession

ShortDef

a taking over from, succession

Debugging

Headword:
διαδοχή
Headword (normalized):
διαδοχή
Headword (normalized/stripped):
διαδοχη
IDX:
20979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20980
Key:

Data

{'content': 'a taking over from, succession'}