Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
διαδοτέος
διαδότης
διαδοχή
διαδοχικός
διάδοχος
διαδραματίζω
διαδρασιπολίτης
διάδρασις
διαδράσσομαι
διαδρηπετεύω
διαδρηστεύω
View word page
διαδοτέος
to be published
ShortDef
to be published
Debugging
Headword:
διαδοτέος
Headword (normalized):
διαδοτέος
Headword (normalized/stripped):
διαδοτεος
IDX:
20977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20978
Key:
Data
{'content': 'to be published'}