Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδικέω2
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
διαδοτέος
διαδότης
διαδοχή
διαδοχικός
διάδοχος
διαδραματίζω
διαδρασιπολίτης
διάδρασις
διαδράσσομαι
διαδρηπετεύω
View word page
διάδοσις
a distribution, largess

ShortDef

a distribution, largess

Debugging

Headword:
διάδοσις
Headword (normalized):
διάδοσις
Headword (normalized/stripped):
διαδοσις
IDX:
20976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20977
Key:

Data

{'content': 'a distribution, largess'}