Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδικέω
διαδικέω2
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
διαδοτέος
διαδότης
διαδοχή
διαδοχικός
διάδοχος
διαδραματίζω
διαδρασιπολίτης
διάδρασις
διαδράσσομαι
View word page
διαδορατισμός
fighting with the spear

ShortDef

fighting with the spear

Debugging

Headword:
διαδορατισμός
Headword (normalized):
διαδορατισμός
Headword (normalized/stripped):
διαδορατισμος
IDX:
20975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20976
Key:

Data

{'content': 'fighting with the spear'}