Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδικασμός
διαδικέω
διαδικέω2
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
διαδοτέος
διαδότης
διαδοχή
διαδοχικός
διάδοχος
διαδραματίζω
διαδρασιπολίτης
διάδρασις
View word page
διαδορατίζομαι
fight with spears

ShortDef

fight with spears

Debugging

Headword:
διαδορατίζομαι
Headword (normalized):
διαδορατίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαδορατιζομαι
IDX:
20974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20975
Key:

Data

{'content': 'fight with spears'}