Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω
διαδικέω2
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
διαδοτέος
διαδότης
διαδοχή
διαδοχικός
διάδοχος
διαδραματίζω
διαδρασιπολίτης
View word page
διαδοξάζω
form a definite opinion

ShortDef

form a definite opinion

Debugging

Headword:
διαδοξάζω
Headword (normalized):
διαδοξάζω
Headword (normalized/stripped):
διαδοξαζω
IDX:
20973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20974
Key:

Data

{'content': 'form a definite opinion'}