Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω
διαδικέω2
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
διαδοτέος
διαδότης
διαδοχή
διαδοχικός
διάδοχος
διαδραματίζω
View word page
διάδομα
distribution of money

ShortDef

distribution of money

Debugging

Headword:
διάδομα
Headword (normalized):
διάδομα
Headword (normalized/stripped):
διαδομα
IDX:
20972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20973
Key:

Data

{'content': 'distribution of money'}