Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω
διαδικέω2
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
διαδοτέος
διαδότης
διαδοχή
διαδοχικός
View word page
διαδοκιμάζω
to test closely

ShortDef

to test closely

Debugging

Headword:
διαδοκιμάζω
Headword (normalized):
διαδοκιμάζω
Headword (normalized/stripped):
διαδοκιμαζω
IDX:
20970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20971
Key:

Data

{'content': 'to test closely'}