Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω
διαδικέω2
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
διαδοτέος
διαδότης
διαδοχή
View word page
διαδοκέω
it had been determined

ShortDef

it had been determined

Debugging

Headword:
διαδοκέω
Headword (normalized):
διαδοκέω
Headword (normalized/stripped):
διαδοκεω
IDX:
20969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20970
Key:

Data

{'content': 'it had been determined'}