Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαδηματοφόρος
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω
διαδικέω2
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
διαδοτέος
View word page
διαδιφρεύω
to drive
ShortDef
to drive
Debugging
Headword:
διαδιφρεύω
Headword (normalized):
διαδιφρεύω
Headword (normalized/stripped):
διαδιφρευω
IDX:
20967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20968
Key:
Data
{'content': 'to drive'}