Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδηματίζομαι
διαδηματοφόρος
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω
διαδικέω2
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
View word page
διαδικέω2
do wrong, injure (δι-)

ShortDef

contend at law (δια-)
do wrong, injure (δι-)

Debugging

Headword:
διαδικέω2
Headword (normalized):
διαδικέω
Headword (normalized/stripped):
διαδικεω2
IDX:
20966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20967
Key:

Data

{'content': 'do wrong, injure (δι-)'}