Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάδημα
διαδηματίζομαι
διαδηματοφόρος
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω
διαδικέω2
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
View word page
διαδικέω
contend at law (δια-)

ShortDef

contend at law (δια-)
do wrong, injure (δι-)

Debugging

Headword:
διαδικέω
Headword (normalized):
διαδικέω
Headword (normalized/stripped):
διαδικεω
IDX:
20965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20966
Key:

Data

{'content': 'contend at law (δια-)'}