Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματίζομαι
διαδηματοφόρος
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω
διαδικέω2
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
View word page
διαδικάζω
to give judgment in a case

ShortDef

to give judgment in a case

Debugging

Headword:
διαδικάζω
Headword (normalized):
διαδικάζω
Headword (normalized/stripped):
διαδικαζω
IDX:
20960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20961
Key:

Data

{'content': 'to give judgment in a case'}