Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματίζομαι
διαδηματοφόρος
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω
διαδικέω2
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
View word page
διαδίδωμι
to give from hand to hand, to pass on, hand over
ShortDef
to give from hand to hand, to pass on, hand over
Debugging
Headword:
διαδίδωμι
Headword (normalized):
διαδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
διαδιδωμι
IDX:
20959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20960
Key:
Data
{'content': 'to give from hand to hand, to pass on, hand over'}