Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδετέον
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματίζομαι
διαδηματοφόρος
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω
διαδικέω2
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
View word page
διαδιδράσκω
to run off, get away, escape

ShortDef

to run off, get away, escape

Debugging

Headword:
διαδιδράσκω
Headword (normalized):
διαδιδράσκω
Headword (normalized/stripped):
διαδιδρασκω
IDX:
20958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20959
Key:

Data

{'content': 'to run off, get away, escape'}