Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάδεσμος
διαδετέον
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματίζομαι
διαδηματοφόρος
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω
διαδικέω2
διαδιφρεύω
View word page
διαδηματοφόρος
wearing a diadem

ShortDef

wearing a diadem

Debugging

Headword:
διαδηματοφόρος
Headword (normalized):
διαδηματοφόρος
Headword (normalized/stripped):
διαδηματοφορος
IDX:
20957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20958
Key:

Data

{'content': 'wearing a diadem'}