Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδεσμέω
διάδεσμος
διαδετέον
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματίζομαι
διαδηματοφόρος
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω
διαδικέω2
View word page
διαδηματίζομαι
wear the διάδημα

ShortDef

wear the διάδημα

Debugging

Headword:
διαδηματίζομαι
Headword (normalized):
διαδηματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαδηματιζομαι
IDX:
20956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20957
Key:

Data

{'content': 'wear the διάδημα'}