Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαδέρκομαι
διαδέρω
διάδεσις
διάδεσμα
διαδεσμέω
διάδεσμος
διαδετέον
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματίζομαι
διαδηματοφόρος
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
View word page
διαδηλέομαι
to do great harm to, tear to pieces
ShortDef
to do great harm to, tear to pieces
Debugging
Headword:
διαδηλέομαι
Headword (normalized):
διαδηλέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαδηλεομαι
IDX:
20952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20953
Key:
Data
{'content': 'to do great harm to, tear to pieces'}