Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάδεξις
διαδέρκομαι
διαδέρω
διάδεσις
διάδεσμα
διαδεσμέω
διάδεσμος
διαδετέον
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματίζομαι
διαδηματοφόρος
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
View word page
διαδέω
to bind round
ShortDef
to bind round
Debugging
Headword:
διαδέω
Headword (normalized):
διαδέω
Headword (normalized/stripped):
διαδεω
IDX:
20951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20952
Key:
Data
{'content': 'to bind round'}