Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδέξιος
διάδεξις
διαδέρκομαι
διαδέρω
διάδεσις
διάδεσμα
διαδεσμέω
διάδεσμος
διαδετέον
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματίζομαι
διαδηματοφόρος
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
View word page
διαδέχομαι
to receive one from another

ShortDef

to receive one from another

Debugging

Headword:
διαδέχομαι
Headword (normalized):
διαδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
διαδεχομαι
IDX:
20950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20951
Key:

Data

{'content': 'to receive one from another'}