Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδέκτωρ
διαδέξιος
διάδεξις
διαδέρκομαι
διαδέρω
διάδεσις
διάδεσμα
διαδεσμέω
διάδεσμος
διαδετέον
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματίζομαι
διαδηματοφόρος
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
View word page
διάδετος
bound fast

ShortDef

bound fast

Debugging

Headword:
διάδετος
Headword (normalized):
διάδετος
Headword (normalized/stripped):
διαδετος
IDX:
20949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20950
Key:

Data

{'content': 'bound fast'}