Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδεκτήρ
διαδέκτωρ
διαδέξιος
διάδεξις
διαδέρκομαι
διαδέρω
διάδεσις
διάδεσμα
διαδεσμέω
διάδεσμος
διαδετέον
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματίζομαι
View word page
διαδεσμέω
bind
ShortDef
bind
Debugging
Headword:
διαδεσμέω
Headword (normalized):
διαδεσμέω
Headword (normalized/stripped):
διαδεσμεω
IDX:
20946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20947
Key:
Data
{'content': 'bind'}