Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαδακρύω
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδεκτήρ
διαδέκτωρ
διαδέξιος
διάδεξις
διαδέρκομαι
διαδέρω
διάδεσις
διάδεσμα
διαδεσμέω
διάδεσμος
διαδετέον
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
View word page
διάδεσις
bandaging

ShortDef

bandaging

Debugging

Headword:
διάδεσις
Headword (normalized):
διάδεσις
Headword (normalized/stripped):
διαδεσις
IDX:
20944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20945
Key:

Data

{'content': 'bandaging'}