Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγωνοθετέω
διαδάκνω
διαδακρύω
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδεκτήρ
διαδέκτωρ
διαδέξιος
διάδεξις
διαδέρκομαι
διαδέρω
διάδεσις
διάδεσμα
διαδεσμέω
διάδεσμος
διαδετέον
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
View word page
διαδέρκομαι
to see through

ShortDef

to see through

Debugging

Headword:
διαδέρκομαι
Headword (normalized):
διαδέρκομαι
Headword (normalized/stripped):
διαδερκομαι
IDX:
20942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20943
Key:

Data

{'content': 'to see through'}