Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγωνισμός
διαγωνιστέον
διαγωνοθετέω
διαδάκνω
διαδακρύω
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδεκτήρ
διαδέκτωρ
διαδέξιος
διάδεξις
διαδέρκομαι
διαδέρω
διάδεσις
διάδεσμα
διαδεσμέω
διάδεσμος
διαδετέον
διάδετος
διαδέχομαι
View word page
διαδέξιος
of good omen

ShortDef

of good omen

Debugging

Headword:
διαδέξιος
Headword (normalized):
διαδέξιος
Headword (normalized/stripped):
διαδεξιος
IDX:
20940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20941
Key:

Data

{'content': 'of good omen'}