Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγώνιος
διαγωνισμός
διαγωνιστέον
διαγωνοθετέω
διαδάκνω
διαδακρύω
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδεκτήρ
διαδέκτωρ
διαδέξιος
διάδεξις
διαδέρκομαι
διαδέρω
διάδεσις
διάδεσμα
διαδεσμέω
διάδεσμος
διαδετέον
διάδετος
View word page
διαδέκτωρ
inherited

ShortDef

inherited

Debugging

Headword:
διαδέκτωρ
Headword (normalized):
διαδέκτωρ
Headword (normalized/stripped):
διαδεκτωρ
IDX:
20939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20940
Key:

Data

{'content': 'inherited'}