Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἱματικός
αἰμάτινος
αἱμάτιον
αἱματίς
αἱματίτης
αἱματοδόχος
αἱματοειδής
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοποιέω
αἱματοποιητικός
αἱματοποσία
αἱματοποτέω
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσπόδητος
αἱματοσταγής
αἱματοσφαγής
αἱματουργός
αἱματόφυρτος
View word page
αἱματοποιητικός
blood-making

ShortDef

blood-making

Debugging

Headword:
αἱματοποιητικός
Headword (normalized):
αἱματοποιητικός
Headword (normalized/stripped):
αιματοποιητικος
IDX:
2093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2094
Key:

Data

{'content': 'blood-making'}