Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγωνία
διαγωνιάω
διαγωνίζομαι
διαγώνιος
διαγωνισμός
διαγωνιστέον
διαγωνοθετέω
διαδάκνω
διαδακρύω
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδεκτήρ
διαδέκτωρ
διαδέξιος
διάδεξις
διαδέρκομαι
διαδέρω
διάδεσις
διάδεσμα
διαδεσμέω
View word page
διαδατέομαι
to divide among themselves

ShortDef

to divide among themselves

Debugging

Headword:
διαδατέομαι
Headword (normalized):
διαδατέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαδατεομαι
IDX:
20936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20937
Key:

Data

{'content': 'to divide among themselves'}