Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαγωγικός
διαγώγιον
διαγωνία
διαγωνιάω
διαγωνίζομαι
διαγώνιος
διαγωνισμός
διαγωνιστέον
διαγωνοθετέω
διαδάκνω
διαδακρύω
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδεκτήρ
διαδέκτωρ
διαδέξιος
διάδεξις
διαδέρκομαι
διαδέρω
διάδεσις
View word page
διαδακρύω
weep
ShortDef
weep
Debugging
Headword:
διαδακρύω
Headword (normalized):
διαδακρύω
Headword (normalized/stripped):
διαδακρυω
IDX:
20934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20935
Key:
Data
{'content': 'weep'}