Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγωγή
διαγωγικός
διαγώγιον
διαγωνία
διαγωνιάω
διαγωνίζομαι
διαγώνιος
διαγωνισμός
διαγωνιστέον
διαγωνοθετέω
διαδάκνω
διαδακρύω
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδεκτήρ
διαδέκτωρ
διαδέξιος
διάδεξις
διαδέρκομαι
διαδέρω
View word page
διαδάκνω
bite hard

ShortDef

bite hard

Debugging

Headword:
διαδάκνω
Headword (normalized):
διαδάκνω
Headword (normalized/stripped):
διαδακνω
IDX:
20933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20934
Key:

Data

{'content': 'bite hard'}