Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγωγεύς
διαγωγή
διαγωγικός
διαγώγιον
διαγωνία
διαγωνιάω
διαγωνίζομαι
διαγώνιος
διαγωνισμός
διαγωνιστέον
διαγωνοθετέω
διαδάκνω
διαδακρύω
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδεκτήρ
διαδέκτωρ
διαδέξιος
διάδεξις
διαδέρκομαι
View word page
διαγωνοθετέω
set at variance

ShortDef

set at variance

Debugging

Headword:
διαγωνοθετέω
Headword (normalized):
διαγωνοθετέω
Headword (normalized/stripped):
διαγωνοθετεω
IDX:
20932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20933
Key:

Data

{'content': 'set at variance'}