Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἱματίζω
αἱματικός
αἰμάτινος
αἱμάτιον
αἱματίς
αἱματίτης
αἱματοδόχος
αἱματοειδής
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοποιέω
αἱματοποιητικός
αἱματοποσία
αἱματοποτέω
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσπόδητος
αἱματοσταγής
αἱματοσφαγής
αἱματουργός
View word page
αἱματοποιέω
to make into blood

ShortDef

to make into blood

Debugging

Headword:
αἱματοποιέω
Headword (normalized):
αἱματοποιέω
Headword (normalized/stripped):
αιματοποιεω
IDX:
2092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2093
Key:

Data

{'content': 'to make into blood'}