Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάγυιος
διαγυμνάζω
διαγυμνόω
διάγω
διαγωγεύς
διαγωγή
διαγωγικός
διαγώγιον
διαγωνία
διαγωνιάω
διαγωνίζομαι
διαγώνιος
διαγωνισμός
διαγωνιστέον
διαγωνοθετέω
διαδάκνω
διαδακρύω
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδεκτήρ
View word page
διαγωνίζομαι
to contend, struggle

ShortDef

to contend, struggle

Debugging

Headword:
διαγωνίζομαι
Headword (normalized):
διαγωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαγωνιζομαι
IDX:
20928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20929
Key:

Data

{'content': 'to contend, struggle'}