Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἱματία
αἱματίζω
αἱματικός
αἰμάτινος
αἱμάτιον
αἱματίς
αἱματίτης
αἱματοδόχος
αἱματοειδής
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοποιέω
αἱματοποιητικός
αἱματοποσία
αἱματοποτέω
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσπόδητος
αἱματοσταγής
αἱματοσφαγής
View word page
αἱματολοιχός
licking blood

ShortDef

licking blood

Debugging

Headword:
αἱματολοιχός
Headword (normalized):
αἱματολοιχός
Headword (normalized/stripped):
αιματολοιχος
IDX:
2091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2092
Key:

Data

{'content': 'licking blood'}