Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάγραμμα
διαγραμμίζω
διαγραμμισμός
διαγραπτέον
διάγραπτος
διαγραφεύς
διαγραφή
διαγράφω
διαγρηγορέω
διαγρυπνέω
διαγρυπνητής
διάγυιος
διαγυμνάζω
διαγυμνόω
διάγω
διαγωγεύς
διαγωγή
διαγωγικός
διαγώγιον
διαγωνία
διαγωνιάω
View word page
διαγρυπνητής
one who lies awake

ShortDef

one who lies awake

Debugging

Headword:
διαγρυπνητής
Headword (normalized):
διαγρυπνητής
Headword (normalized/stripped):
διαγρυπνητης
IDX:
20917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20918
Key:

Data

{'content': 'one who lies awake'}