Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραμμίζω
διαγραμμισμός
διαγραπτέον
διάγραπτος
διαγραφεύς
διαγραφή
διαγράφω
διαγρηγορέω
διαγρυπνέω
διαγρυπνητής
διάγυιος
διαγυμνάζω
διαγυμνόω
διάγω
διαγωγεύς
διαγωγή
διαγωγικός
διαγώγιον
διαγωνία
View word page
διαγρυπνέω
to lie awake
ShortDef
to lie awake
Debugging
Headword:
διαγρυπνέω
Headword (normalized):
διαγρυπνέω
Headword (normalized/stripped):
διαγρυπνεω
IDX:
20916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20917
Key:
Data
{'content': 'to lie awake'}