Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαγόρευσις
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραμμίζω
διαγραμμισμός
διαγραπτέον
διάγραπτος
διαγραφεύς
διαγραφή
διαγράφω
διαγρηγορέω
διαγρυπνέω
διαγρυπνητής
διάγυιος
διαγυμνάζω
διαγυμνόω
διάγω
διαγωγεύς
διαγωγή
διαγωγικός
διαγώγιον
View word page
διαγρηγορέω
start into full wakefulness

ShortDef

start into full wakefulness

Debugging

Headword:
διαγρηγορέω
Headword (normalized):
διαγρηγορέω
Headword (normalized/stripped):
διαγρηγορεω
IDX:
20915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20916
Key:

Data

{'content': 'start into full wakefulness'}